Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Όταν ο Παρνασσός, θεράπευε άτομα από το "χτικιό" με το άσπρο και γαλακτερό νερό.







Είχενε πια τελειώσει ο πόλεμος, και αναμαζεύαμε τα όνειρά μας, τις προσδοκίες της άτυχης γενιάς μας ,τα απομεινάρια των καμένων μας  σπιτιών , την πίκρα της γης και των καρπών,  ενός Αγίου το μαυρισμένο εικόνισμα,  της άμοιρης ψυχής μας το ξεσκόλισμα , αναλουμένους ήρωες και φίλους μας νεκρούς.
Ξαναγεννιόμασταν αγάλι-αγάλι , με πόνους και καημούς !!

Και ήτανε και μία συφοριασμένη αρρώστια, που ερχότανε από μακριά , πριν από τον πόλεμο και πέρασε μέσα από την καταιγίδα και άντεξε και έφτασε στο κατόπι του, παρά τα μέτρα τα προληπτικά.

 Δεν είχε βέβαια ακόμη ο Φλέμινγκ ανακάλυψε την πενικιλίνη και η πείνα,  οι κακουχίες,  ο εφιαλτικός ο ύπνος . η αγωνία και το φευγιό και ο οδυρμός κεντούσαν εύκολο στα στήθια μας,  αυτό που λέγανε χτικιό και φυματίωση και φθίση σίγουρα χαμό.  

Τότενες λέγαν οι  γιατροί  : "Να πάει σε βουνό!"  

Τότενες  ο Παρνασσός ευλογημένος και ψηλός, άνοιξε ευθύς την αγκαλιά του σε όλους αυτούς που γιατροπορεύονταν και έτσι έφτασαν στον τόπο λογιώ - λογιώ  άνθρωποι  !!

Ξενομερίτες από τα γυροχώρια, τις  Πολιτείες,  Αρχόντοι και υποτακτικοί,  κορίτσια με πρόσωπα χλωμά σαν το χινοπωριάτικο φεγγάρι,  άντρες,  παλικαράκια, στα μάτια έχοντας το  σκούρο  θάμπος,  γυναίκες νοικοκυράδες , σα δυοσμαρίνια  και αμπαρόριζες , αρρωστοχτυπημένες και άλλες σα ζωγραφιές,  με μάτια εύμορφα , Μαριόλικα , που είχαν στην άκρη τους ένα γαλάζιο δάκρυ....

Πλέμπα, πολύπαθη,  βασανισμένη, καμπίσιοι , νησιώτες και θαλασσινοί,  άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους , που όμως αγαντάριζαν ψυχόπονα ο ένανες τον άλλονε!! 

 Νοικιάσαν  σπίτια στο χωριό,  στο ξενοδοχείο,  και άλλοι που τα φέρναν  σφιχτά,  με αγωγιάτες και βαριά μουλάρια ανέβηκαν μεσόκορμα του Παρνασσού , όπου οι δύο , οι ξακουστές πηγές του Αρβανίτη,  του Μανώλη,  Νύμφες θαρρείς και γιάτρισσες παλιές και πρακτικές,  βγάζαν ένα νερό καθάριο ,  δροσερό , που αναφουφούδιαζε από την ορμή και τη βιασύνη του να βγει , και έβγαινε όλο άσπρο γαλακτερό !

Και έλεγαν κάποιοι πως το γαλακτερό  το χρώμα αυτό δεν ήταν δα από τη βιά και την πρεμούρα του να πεταχτεί,  μονέ από τα μέταλλα που είχε κατάσαρκά του , και από ότι της γκρίζας πέτρας  μία σκόνη θαυμαστή!

Τρόγυρα το  λοιπόν εκεί και οι ξύλινες  Καλύβες και τα γιατάκια από τα λατσούδια,  και από τον ελάτων τα χοντρά κλωνιά.
 Και ήταν  φθενό το φέγγος, ως θυμάμαι,  από τα λαδολύχναρα,  τις λάμπες πετρελαίου , μεγάλωναν μέσα στα γιατάκια οι σκιές , αργούσε και ο σκασμένος ύπνος να ρθει....

Τη μέρα όμως ....;  δροσιά,  τον Αύγουστο κάτω από τα έλατα,  ανάσαινε η καρδιά και το κορμί , ξεστράτιζε ο  νους,  ονειρευόταν το φέγγι , και ο Παρνασσός με των ελάτων τις οσμές , τι χαμορίγανη,  το τσάι , τα μοσχοζούλαπα και τα κυνήγια των τσοπαναραίων,  τα λιγοστά τα "πράματα"  με τις γαλατερές τροφές.....

 Όλα μα όλα αγαντάριζαν την Ελπίδα για μέρες φωτεινές !

 Και πήγαιναν κι ερχόντουσαν οι συντοπίτες αγωγιάτες,  με τα μουλάρια φορτωμένα , μπόγους,  μπαούλα , πραμάτειες και αρρώστους.......

 Μα και  οι γυναίκες από κοντά ...Γυναίκες πονετικές που παρέστεκαν στους ανήμπορους με αγάπη και ανθρωπιά αντιπερνώντας  με τη βοήθεια του Αγίου,  το φόβο τους για το χτικιό .

Μα πάνω από όλα και σε όλους πιο κοντά,  εκείνος του χωριού ο γιατρός που έμοιαζε στάλα να μην κοιμάται και με τον αστυνόμο,  να γράφουν καταλόγους με το όνομα του πάσα ενός που έρχονταν , του αλλουνού που γιατρεμένος έφευγε και τελικά γιατροπορεύτηκαν και σώθηκαν πολύ και κάποιοι που φεύγαν στα μισά,  ήταν βαριά και δεν ελπίζανε  σε γιατρεία !

Μιλώ για του '45  τη χρόνια !


 Κλείνοντας  θέλω να πω,  πως όλα ετούτα που γράφω εδώ είναι γιατί το όνομα ενός τόπου αναβαστιέται στους καιρούς,  όταν αναθυμόμαστε και ανυστορούμε , καλότροπα  καμώματα και των ανθρώπων θυσίες και καημούς !!


Όλο το παραπάνω κείμενο , είναι από τον Χρίστο Μαυρόπουλο, κάτοικο Αράχωβας, μέσα από το βιβλίο του "Αλληλοτομίες" .




Τέλος , τον ευχαριστώ δημόσια και για την παραχώρηση ενός τεύχους σε εμένα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια Facebook

Blog Widget by LinkWithin