Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Μ’ αρέσει να ‘νειρεύομαι τούτες τις Άγιες Μέρες! Του Χρίστου Μαυρόπουλου.

 

 Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ‘ΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ




Μ’ αρέσει να ‘νειρεύομαι τούτες  τις Άγιες Μέρες!

Μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια, και λάσκα τις ανασαιμιές μου.

Αργά να μπαινοβγαίνει ο αγέρας στο κορμί μου, κι αυτό αγάλι – αγάλι να δουλεύει σαν κείνες τις παλιές, τις σιδερένιες μηχανές, που βγάζανε δουλειά με ρέγουλα κι αγγόγυστα για χρόνια, για καιρούς.

Δίχως ‘’στριγκλιές’’ και γρούσματα.

Δίχως πολλά λαδώματα και φύσια με καλώδια, που ανεβάζουνε τις στροφές και τους λογαριασμούς της έγνοιας!

Μ’ ένα μονάχα απλό κι ανάριο τρίξιμο, ν’ ακούγεται ο ιμάντας της καρδιάς μου καθώς σβουρίζει στα ράουλα του κόσμου.

Μ’ αρέσει να ‘νειρεύομαι τούτες τις Άγιες Μέρες, πως γίνανε πλιόνε οι εκκλησιές ΝΑΟΙ, κι οι Δεσποτάδες ταπεινοί!

Ακριβοδίκαιοι οι Δικαστές, κι οι Δάσκαλοι σοφοί!

Και κατά καιρούς γκουβέρνα μας, πως είν’ αυτά στο μπόι της καρδίας μας.

Κι όσο για τ’ άλλα τα κατοπινά, εκείνα τα φανταχτερά, τ’ αρρωστημένα π’ αρέσουνε σε μερικά μυαλά… αυτά που στραφταλίζουνε στο φως σάμπως πομπής ‘’αστραποβόλημα’’ αρχόντων – Βασιλίσκων, πάνω σε άσπρα αλόγατα με χιούτες στολισμένες…

Αυτά θεωρεί τα η αφεντιά μου κίβδηλα… Άχρηστα μεγαλεία και όνειρο κακό, που σα ξυπνήσει θα χαθούνε!

Μ’ αρέσει να ‘νειρεύομαι τις μέρες των Χριστουγέννων που όλοι έχουνε ψωμί, πιοτί, δουλειά. Πως δεν υπάρχει μοναξιά!

Και τα παιδιά με την φωτιά στα μάτια, τα καστανά μαλλιά, πως παίζουνε κατάχαμα στη γης, στο χώμα λασπωμένα, χαρωπά, με τα γυμνά τους χέρια σπρώχνοντας την ηλικία τους, και τ’ όνειρά τους στους καιρούς!

Κι αυτούς, τους άλλους που ‘’φύγανε’’ νωρίς στις μάχες και στα όχθρητα με τους στυγνούς εμπόρους , αυτούς να τους ‘νειρεύομαι μ’ αρέσει σα μπροστάρηδες… ως ρωμαλέους κι ατενείς πολεμιστές μιας πάλης δίχως τελειωμό!

Μ’ αρέσει να ‘νειρεύομαι και να σιωπώ.

Πως όμως να το κάμω τώρα που όλα τρέχουνε με πρεμούρα, κι η γεύση της ζωής γλυκόπικρη!

Τώρα που μεγάλωσαν και τα νύχια μας και κόβουν στα τυφλά!! Τα μάτια που κοκκίνισαν, τα χέρια που υψώθηκαν, τα πάθη που αβγάτισαν, ‘’βρέχει και όξινη βροχή’’, και είναι και πεντακόσιες είκοσι χιλιάδες ξεσκέπαστα παιδιά, στους  δρόμους πεινασμένα!!

Δεν ξέρω πλιόνε, που βγάζει αυτό το τραίνο της ΕΥΡΩΠΗΣ…

Κι όμως, και με όλα τούτα επιμένω στεκασμένος παράμερα, ασύμαντος, ανένταχτος περιθωριακός να συνεχίζω και να μ’ αρέσει να ‘νειρεύομαι τούτες τις μέρες των Χριστουγέννων, πως η πατρίδα μου θα βγει με τον καιρό από τον μαύρο χειμασμό, την αποσύνθεση και την φθορά των αξιών, και πως αγάλι – αγάλι μια μηχανή θα γίνει σαν τις παλιές, καλές τις μηχανές, κι όλα πως τάχατες στα σώψυχά της αργά και στέρια θα δουλεύουνε…

Σαν κείνα τα παλιά και αξέχαστα του τοίχου τα ρολόγια..!

Σάμπως αλόγων καλπασμός θαρρείς αργός και ρυθμικός με νιούς καβαλαραίους, ‘’…στις αμμουδιές του Ομήρου ως πέρα, και μακρύτερα, ως μέσα στη Βακτηριανή!’’

Μ’ αρέσει τις μέρες των Χριστουγέννων να ‘νειρεύομαι… πως δεν ‘νειρεύομαι(!), και πως όλα τούτα ειν’ αληθινά!

Όπως αληθινή η γέννηση του Χριστού μας!

Όπως ο Λόγος του ο Αληθινός και προειδοποιητικός, πως θα ξανάρθει..!

‘’ Και αφού υπάγω να σας ετοιμάσω τόπον, και ΠΑΛΙΝ έρχομαι, και θέλω σας παραλάβει προς εμαυτόν, δια ήσθε και σεις όπου είμαι εγώ΄΄. Ιωάννης ΙΔ (14):3.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια Facebook

Blog Widget by LinkWithin